σιδηροβρώς

σιδηροβρώς
-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιδηροβρώς — iron eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηροβρῶτι — σιδηροβρώς iron eating masc/fem dat sg σιδηροβρῶτις iron eating fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”